Πέθανες τώρα; Από καιρό δεν είσουν
Μέσ’ στασαλάλευτα βάθια του θανάτου;
Τι νόημα για σέναν’ έχει ο τάφος;
Ή ζωντανός ή πεθαμένος, όμοια
Μιλάς και φέγγεις.
Απ΄τα θαμπά κι από ταπέραντα ήρθες,
Ξεκοψες απ’ τις νύχτες που δε φεύγουν
Κι από τους αβασίλευτους τους ήλιους.
Καθώς λαμποκοπάει στα κορφοβούνια
Της Νορβηγίας
Απάρθενο το χιόνι, έτσι κ’ εσένα
Λαμποκοπάει το μέτωπο σου, και είναι
Στην όψη σου ίδια ξαπλωμένη η πάχνη
Της υπερβόρειας Θούλας, γεννήθηκες.
Αερομαγνάδι.
Σαν τα ρουμάνια της πατρίδας σου είσαι
Πυκνός, αδρύς, πράσινος, μαύρος, όλος.
Την ορμή και τη δύναμη σου δώκαν,
Που σκάφτει και κατάβαθα τραβάει
Και τρώει, οι φιόρδες.
Απ’ τους αφρούς του βορειανού πελάγου
Ψάρεψ’ εσένα η Σάγα και σε πήρε
Στα μαργαριταρόχλωμα φτερά της
Κάστρων καταλυτής αρματωμένος
Βίκιγγας ήρθες.
Η Μούσα
Μ’ ενός Χαράλδου αέρα, με του ζάρλου
την περηφάνια που ζητά ένα θρόνο,
παλιών και νέων απαρνητή και αντάρτη,
να με πλευρώνη απόκοτα, τον είδα.
“Βάρβαρε, του είπα, ποιος είσαι και τι θέλεις;
Από σέναν’ άμαθη. Μου είσαι ξένος.
Μέσα σου όλοι των Κιμμερίων
οι ζόφοι στοιβασμένοι,
με σκυθικούς χειμώνες φοβερίζουν
το καλοκαίρι των τρισμακαρισμένω μου Ηλυσίων·
το δρόμο μού γυρεύεις που ίσα φέρνει
προς την κορφή των τραγικών ηρώων·
τράβα όθεν ήρθες· τίποτε δεν έχω μ’ εσένα.
Εγώ είμαι η Μούσα, και το φως πατέρας μου είναι”.
Και μου αποκρίθη: “Το παιδί κ’ εγώ ειμαι
της αστραπής και της βροντής τ’ αγγόνι·
αν αστράψω, σε καίω κ’ εσέ·
κ’ εγώ ειμαι απ’ την Ελλάδα.
Κ’ εγώ ειμαι από το αίμα των Αισχύλων,
της μυστικής λαχτάρας ο προφήτης
και το πουλί τής μπόρας· κληρονόμος
τού σκοτεινού Ηρακλείτου που σωπαίνει
νόημα γιομάτος”.
Και καθώς κ’ ύστερα απ’ τα λόγια του, όμοια
Βουβή κι αναποφάσιστη στεκόμουν,
Ξάμωσε απάνω μου άθεος το χέρι
Για να μ’ αδράξη και για να με σύρη,
Μουγγρίζοντας μου
«Θες δε θες, οδηγήτρα μου προστάζω !”
Καταχτητής έτσι του κόσμου, ο μέγας
Μακεδονίτης, λύγισε τραβώντας
Τη χρησμοδότρα απ’ τα μαλλιά, που αρνήθη
Να τον ακούση.
Και τότε του υποτάχτηκα, του δείχνω
Το δρόμο, από το χέρι τόνε πήρα,
Την πρώτη ορμή του φύσηξα κι αμέσως
Τον είδα, την πνοή να δευτερώσω
Προτού προφτάσω.
Να χάνεται γοργά προς τανηφόρι
Που φέρνει στο ιερό τραγικό δάσος
Από το μονοπάτι που πατιέται
Πάντα, και πάντα απάτητο φυτρώνει
Ταμάραντ’ άνθια.
Αεροκρέμαστο άλβατρο τον είδα
Γης κι άβυσσος ανάμεσα να στέκη
Κ’ ύστερα απάνου από γκρεμό να σκύβη
Και με τα νύχια να ξεριζώνη
Τάγρια λουλούδια.
Καθώς τα ρουνικά ψηφία μια μέρα
Στο πετρένιο περαιώτικο λιοντάρι
Σκάλισε κάποιος βάραγγος περνώντας,
Στη θύμηση μου σκάλισε κι ο ξένος
Το πέρασμα του.
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
K’ εκεί που βόσκει ο τάραντος, και ο πάγος
Ασύντριφτος βαστιέται, στα ύψη ανέβης,
Κι αγνάντεψες και μέτρησες μακριάθε
Τον κάμπο με του σύγνεφου το μάτι
Ταστραποφόρου.
Κι άκουσες τα τραγούδια και τα γέλοια
Που γύρω σου σκορπούσαν θεοί και στρίγγλες,
Και τον παράξενον ηύρες Κυνηγάρη,
Και διάβασες βαθιά γραμμένα λόγια
Στο μέτωπο του.
Και σ΄ έμαθε πως πιο ακριβή απ’ τον ύπνο
Κάτου απ’ τα κυπαρίσσια των προγόνων,
Και πιο ακριβή από τόνειρο, η ενέργεια,
Κ’ η ζωή που τη ζης. Και σαν ατσάλι
Τακονισμένο,
Έγιν’ εσένα η σκέψη. Απ’ το ποτήρι
Το υπέρτατο ήπιες. Να σ’ αγγίξη
Δε θέλησες ακάθαρτος χυδαίος.
Και πρόσμεινες τους νέους καιρούς, μονάχος,
Γαμπροντυμένος.
Η ΜΟΥΣΑ
Κ’ οι νέοι καιροί τον ηύρανε στα ύψη
Και τόνε προσκυνήσαν κι όσο αξίζει
Σιδερένιο καράβι του πολέμου,
Τόσο αξίζει στη θάλασσα του Λόγου
Του Σκάλδου ο στίχος.
Των πολύθεων έσβυσε η λατρεία
Και του Χριστού μαράζωσε η πίστη
Κορώνα στο κεφάλι μου είν’ η δάφνη
ακόμα η βακχική και η απολλώνια
το χέρι μου όμως
το γαλιλαίο σταυρό κρατάει, και τρέμει,
κι ανήσυχα τα μάτια μου γυρεύουν,
Γυρνώντας απ’ τα ολόφωνα του κόσμου
μεσ’ στης ψυχής τάφεγγα βάθια, κάτι,
και δεν το βρίσκουν.
Πιο πέρα απ’ τους Χριστούς κι απ’ τους Ολύμπιους
κι εγώ ένα νέο καιρό σα να προσμένω
που η θυγατέρα μου Ομορφιά για πάντα
θα χωρίση απ’ τον άντρα της το Μύθο,
κι άλλο άντρα θάβρη.
Κι αυτός θα να είν’ αγέλαστος ο Νόμος,
ο ασάλευτος των πάντων κυβερνήτης
που νου δεν έχει, και είν’ αυτός νους όλος,
της αλήθειας ένας Θεός και λόγος
της Επιστήμης.
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ένας πόλεμος άσβυστος κρατιέται
του ελεύτερου, του ενός του μόνου ανθρώπου,
με των ανθρώπων τα κοπάδια. Και είπες
σπάστε την αλυσίδα, το όνομα της
όποιο κι αν είναι
Κι όσο τρανό κι αν είναι τ’ όνομα της
και σεβαστό και λατρεμένο. Ζήτω
της άναρχης Ιδέας που ξεσκλαβώνει!
Γιούχα του υποκριτή, του δειλού γιούχα,
Γιούχα του ψεύτη!
Χαρά στην άθεη θέαινα, στην Ιδέα,
Στο μέτωπο που λάμπει και δε σκύβει,
Στον άνθρωπο που εμπρός τραβάει, και φράχτη
δεν υπομένει και κρατάει τη φλόγα
που καίει τα πάντα!
Και ειρήνη και τιμή σε κείνους που ήρθαν
Λυτρωτήδες και πέσανε σφαχτάρια
και με κορμιά στοιχειώσαν αντρειωμένα
το γιοφύρι που αργά θα μας περάση
στη νέα την πλάση!
Το λάβαρο του ελεύτερου, του μόνου,
του ενός, του καταλύτη και του πλάστη,
Γιγάντικα το κράτησες, και ανέβης
και φάνταξε στα δυο σου χέρια εκείνο
σαν κόσμος όλος.
Τα έργα σου σαν πέτρες είναι, πέφτουν,
χτυπάν, σεισμός, ραϊζουν, απ΄το χάσμα
που ανοίγει, βγαίνουν άντρες οργοτόμοι,
και οι Στοκμαννοι και οι Μπράντηδες
και οι Παραβάτες.
Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός το στρώνουν
θανατερής μοσκοβολιάς λουλούδια,
Θυγατέρες σου αμίλητες, γυναίκες,
της αρρώστιας, της αμαρτίας, της μπόρας
ξωθιές και σφίγγες.
Και να η Θαλασσινή και να η Ρεβέκκα
κι η ξέχωρη αντρογυναίκα Έντα Γκάμπλερ
κι ύστερα εσείς Σολβέγιες, Λυρηλίες
Αγνές, του ανθρώπου θείες ξαναγεννήτρες
με την αγάπη.
Της λίμνης και της φιόρδας και του δάσους
και του βουνού ρίζες και πάχνες και ίσκιοι,
και τωρινά και αρχαία τα πλάσματα σου
δείχνονται σα βλαστοί μιας μακρισμένης
Μυθικής Σάγας.
Βασανισμένα απ’ την Ιδέα, πατάνε
Με της ζωής το πάτημα τη γη μας.
Μα βλέπουν με τα μάτια ενός ονείρου,
Με τη σιωπή της νύχτας συνορεύει
Το μίλημα τους.
Ταμάξια τους τα σέρνουν τάσπρα τάτια
Του μυστηρίου τα στοιχειωμένα αλλοιά του
Όποιου αψηφήση το χαμό στο ανέβα
Των πύργων των εφτάψηλων που χτίζουν
και η Τραγωδία
Χωρίς το μετρημένο, όλο αρμονία
Δρόμο της όταν είτανε Αθηναία,
Χωρίς το κοσμοπλάνητο μεθύσι
Απ’ το κρασί του Άγγλου, να την πάλι
Τροπαιοφόρα.
Η ΜΟΥΣΑ
Τα πρώτα του έργα θαμαστά ιστορίζουν
Της σκαντιναβικής φυλής τη δόξα
Και της πατρίδας τη δροσιά, η λαχτάρα
Πλάτυνε μέσα του ύστερα και ζώνει
Την ανθρωπότη.
Και κανείς για να μην τονε ταράξη
Στο μέγα αγκάλιασμα του, σκληρά διώχνει
Κάθε ζωή συντροφική και αγάπη,
Και της πικρής της μοναξιάς προβάλλει
Ήρωας και κράχτης.
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Της ανθρωπότης τόνειρο τα πρώτα
χρόνια μου εμένα τα θρασά θαμπώνει,
Και προς το αθεό παράδερνα πετώντας,
Όσο που με γονάτισ’ ένα χέρι
Και με καρφώνει
Μπροστά στην άγια εικόνα της Πατρίδας
Και λέω γονατιστός και καρφωμένος
«Ότι κρατώ, από σένα, και για σένα!»
Και το πνεύμα μου βλέπω να το υψώνουν
Διπλά φτερούγια,
Η μοναξιά και η συντροφιά δε φτάνει
Το ένα, φτερό, παραδαρμός μέσ’ στάδεια,
Τα δυο σε υψώνουν ρήγισσα, ω Ιδέα!
Μόνος κι ένας εγώ, για να δουλέψω
Για σας, ω πλήθη!
Κοιμάται στα χτηνώδικα κορμιά σας
Μια θεία ψυχή, να την ξυπνήσω θέλω
Με τα χαϊδια του Λόγου και της λύρας,
Με το δαρμό του βούνευρου, και μ’ ότι
Χτυπάει και σφάζει.
Και κανενός πατέρα από τη Σπάρτη
Και τάφου κανενός απ’ την Αθήνα
Τα κόκκαλα δεν πήγα να ξεθάψω
Να τα χτίσω στην πόρτα του σπιτιού μου,
Για να φαντάξω.
Στο χτεσινό το χώμα, που την ξέρει
Τη δάφνη, το γγίζεις και αναβρύζει
Το νερό το αρμυρό σα θυμωμένο,
Εκεί που ο Μπάυρον έκλεισε τα μάτια,
Πρωτόειδα σε, ήλιε!
Η ΜΟΥΣΑ
Κρίματα πλήθια απάνου σου τα πήρες
Δικά σου, πατρικά, προγόνων, όλων
Όλα θα τα πληρώσης, δε θα ζήσης
Και στην πηγή του ήλιου μέσα, η νύχτα
Θα σε ρουφήξη!
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ω Μούσα, ας μη ταράξη ούτε από μένα,
Ούτε από σε ματιά, και σ’ όποια βάθη,
Το σιωπηλό κάρφωμα του ματιού μας
Απάνου στου μεγάλου την εικόνα
Που μας γιομίζει.
Η ΜΟΥΣΑ
Τον ξανάειδα. Στο χιόνι της κορφής του
Λαμποκοπούσε ο ήλιος μιας Βαλχάλας
Στα πόδια του ένας πέλεκας και μια άρπα,
Του Σκάλδου και του Βίκιγγα τα όπλα,
Τον καρτερούσαν.
Κοιμισμένος. Μια υπέρθεη γυναίκα
Στον κόρφο της τόνε σφιχτοκρατούσε
Και της πιστής Σολβέγιας το τραγούδι
Απάνου από τον ύπνο του καλού της
Του τραγουδούσε:
«Στην αγκαλιά μου πέρασε η ζωή σου
Κανακευτά.. κουράστηκες, κοιμήσου,
Λατρευτέ μου σε ξενυχτίζω”. – Ποια είσαι;
Μου αποκρίθη «Η γυναίκα του Θανάτου, Η Αθανασία” !
Κωστής Παλαμάς, 3 του θεριστή 1906