Ήξερα τι αισθάνονταν εκείνοι οι άνθρωποι: ήταν η λαχτάρα για ένα νέο κίνημα που θα ήταν κάτι περισσότερο από ένα κόμμα με όλη τη σημασία της λέξης. Εκείνο το βράδυ, μόλις γύρισα στο στρατώνα, είχα διαμορφώσει την κρίση μου γι’ αυτή την οργάνωση. Αντιμετώπιζα το δυσκολότερο στη ζωή μου: έπρεπε να ενταχθώ ή έπρεπε να αρνηθώ. Η λογική με συμβούλευε να αρνηθώ, αλλά το συναίσθημα μου δεν με άφηνε να ησυχάσω και μόλις προσπαθούσα να θυμηθώ τη γελοιότητα εκείνης της λέσχης, το συναίθημά μου την υπερασπιζόταν. Τις μέρες που ακολούθησαν ήμουν ανήσυχος. […] Μετά από δύο μέρες αγωνιώδους αμφιταλάντευσης και περίσκεψης κατέληξα τελικά στην πεποίθηση ότι έπρεπε να κάνω αυτό το βήμα. Ήταν η πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής μου. Από εκεί δεν υπήρχε και δεν μπορούσε να υπάρξει επιστροφή. Έτσι γράφτηκα ως μέλος του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος και έλαβα ένα προσωρινό παραστατικό μέλους με τον αριθμό 7.